λις

λις
(I)
λίς, ἡ (Α)
1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη)
α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ' αυτό έστρωναν κατόπιν τους πολυτελείς τάπητες («αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας, καλὸν δαιδάλεον», Ομ. Οδ.)
β) απλό ύφασμα με το οποίο κάλυπταν τα άρματα («ἅρματα δ'ἀμ βωμοῑσι τίθει, κατὰ λῑτα πετάσσας», Ομ. Ιλ.)
γ) λευκό λινό σεντόνι με το οποίο κάλυπταν τον νεκρό στη νεκρική κλίνη, σάβανο («ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λῑς εμφανίζεται ως επίθ. τού ουσ. πέτρη στην Οδύσσεια και τού ουσ. σινδών σε επιγραφή τής Σάμου
οι τ. λῑτα και λιτί (αιτ. και δοτ., αντιστοίχως) μαρτυρούνται ως ουσ., ενώ η σύνδεση τους με τη λ. λίνον είναι μάλλον παρετυμολογική. Οι λ. λίς, λῖτα, λιτί σχηματίζονται πιθ. από θ. λῑ-τ-, το οποίο ανάγεται είτε στη μηδενισμένη βαθμίδα *- (μιας μακρόφωνης ρίζας *lēi-) είτε σε *- (μηδενισμένη βαθμίδα βραχύφωνης ρίζας *lĕi-)
στην τελευταία περίπτωση η μακρότητα τού λίς ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η λ. είναι μονοσύλλαβη. Η αιτ. λῖτα απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή ri-ta (ως επίθ. υφασμάτων)].
————————
(II)
λίς, ὁ (Α)
(επικ. τ.) ο λέων, το λιοντάρι («ἐφάνη λὶς ἠυγένειος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., πρβλ. εβρ. lajiš].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίς — 1 lion masc nom sg (epic) λί̱ς , λίς 2 smooth fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῖς — λίς 1 lion masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λις, Γιόχαν — (Johann Liss ή Lys, 1595; – 1631). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην Ολλανδία. Αργότερα μετέβη στη Ρώμη και επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία του Καραβάτζιο. Το 1620 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βενετία, όπου σώζεται ο πίνακάς του Τα οράματα …   Dictionary of Greek

  • Μακ Λις, Άρτσιμπαλντ — (Archibald MacLeish, Γκλενκόου, Ιλινόις 1892 – 1982). Αμερικανός ποιητής, δραματουργός και πανεπιστημιακός. Αφού πήρε το δίπλωμα νομικής από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, έφυγε από τις ΗΠΑ για να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και παρέμεινε στην… …   Dictionary of Greek

  • λῖτα — λίς 2 smooth masc/fem acc sg λίς 2 smooth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῖν — λίς 1 lion masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίτα — λίς 2 smooth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῖθ' — λῖτα , λίς 2 smooth masc/fem acc sg λῖτα , λίς 2 smooth fem acc sg λῖτε , λίς 2 smooth fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αραμπάλ, Φερνάντο — (Fernando Arrabal, Μελίγια 1932 –). Ισπανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα σφραγίζονται από μια ατμόσφαιρα έντονης φρίκης, όπως συμβαίνει και στο πρώιμο θέατρο του Ανταμόβ, και κυριαρχούνται από χαρακτήρες με μια… …   Dictionary of Greek

  • Γάνδη — (γαλλ. Gand, φλαμ. Gent). Πόλη (224.180 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Βελγίου, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Ανατολικής Φλάνδρας, στη συμβολή των ποταμών Λις και Σκάλδη. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης (της εποχής του Μεσαίωνα και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”